ἐφόρων

ἐφόρων
ἔφορος
overseer
masc gen pl
ἐφοράω
oversee
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἐφοράω
oversee
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)
ἐποράω
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἐποράω
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐφορῶν — ἐφοράω oversee pres part act masc voc sg ἐφοράω oversee pres part act neut nom/voc/acc sg ἐφοράω oversee pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐφοράω oversee pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ἐποράω pres part act masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐφόρων — Ἔφορος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • πατρονόμος — ὁ, Α 1. μέλος τού συμβουλίου που ιδρύθηκε στη Σπάρτη από τον Κλεομένη Γ σε αντικατάσταση τής αρχής τών εφόρων και τών γερουσιαστών και το οποίο ασκούσε πατρική κατά κάποιον τρόπο εξουσία και εξακολούθησε να υπάρχει πιθανώς και μετά την… …   Dictionary of Greek

  • ГЛАВОПРЕКЛОННАЯ МОЛИТВА — [греч. εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας], молитва, во время чтения к рой священником народ совершает главопреклонение. В богослужении древней Церкви склонение головы как знак принятия заключительного благословения предстоятеля перед отпустом было очень… …   Православная энциклопедия

  • Theopompos (Sparta) — Theopompos (altgr. Θεόπομπος) war etwa 720 bis 675 v. Chr. spartanischer König aus dem Haus der Eurypontiden. Seine genaue Herrschaftszeit ist nicht bekannt. Glaubt man der Überlieferung von Apollodor von Artemita, erstreckte sie sich von 770 v.… …   Deutsch Wikipedia

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… …   Dictionary of Greek

  • εφορείο — το (Α ἐφορεῑον) [έφορος] νεοελλ. 1. το εφορειακό κατάστημα, η εφορεία 2. το γραφείο τών εφόρων στα σχολεία τού υπόδουλου ελληνισμού αρχ. κτήριο στην αγορά τής αρχαίας Σπάρτης, όπου συνέρχονταν οι έφοροι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”